- ακτινοσκόπηση
- ηη εξέταση του αρρώστου με τις ακτίνες Χ: Την περασμένη βδομάδα έκανα ακτινοσκόπηση του θώρακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων … Dictionary of Greek
ακτινοσκοπικός — ή, ό ο σχετικός με την ακτινοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινοσκόπηση πρβλ. αγγλ. radioscopic] … Dictionary of Greek
ακτινοσκοπικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την ακτινοσκόπηση: Για την ακτινοσκόπηση χρειάζονται ακτινοσκοπικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ακτινοσκοπώ — [ακτινοσκόπος] κάνω ακτινοσκόπηση … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
εχινοκοκκίαση — Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ραδιοσκόπηση — και ραδιοσκοπία, η, Ν η ακτινοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioscopy (< λατ. radius «ακτίνα» + σκοπία < σκοπός < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek